- βεβρός
- βεβρός, ά, όν,A stupid,
δεσπότεω βεβροῦ Hippon.64
; also [full] βεμβρός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεσπότεω βεβροῦ Hippon.64
; also [full] βεμβρός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.